- ὑπεγείρων
- ὑπό-ἐγείρωawakenpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεγείρω — Α [ἐγείρω] 1. σηκώνω λιγάκι («ὑπεγείρων τὸ οὖς», Φιλόστρ.) 2. διεγείρω, ξεσηκώνω σταδιακά («ἐαυτὸν ὑπεγείρων καὶ τοὺς ἀκροωμένους», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek